- οικοδομητός
- οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) [οικοδομώ]οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκοδομητός — built masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητά — οἰκοδομητός built neut nom/voc/acc pl οἰκοδομητά̱ , οἰκοδομητός built fem nom/voc/acc dual οἰκοδομητά̱ , οἰκοδομητός built fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητόν — οἰκοδομητός built masc acc sg οἰκοδομητός built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητοῖς — οἰκοδομητός built masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητοί — οἰκοδομητός built masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητοῦ — οἰκοδομητός built masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητούς — οἰκοδομητός built masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητήν — οἰκοδομητός built fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητῷ — οἰκοδομητός built masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδομητικός — οἰκοδομητικός, ή, όν (Α) [οικοδομητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική (ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek